μακροπρόθεσμος

μακροπρόθεσμος
-η, -ο
1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο»)
2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.
επίρρ...
μακροπρόθεσμα
1. με μεγάλη προθεσμία λήξεως
2. στο απώτερο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -πρόθεσμος (< θεσμός), πρβλ. εκ-πρόθεσμος, ληξι-πρόθεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακροπρόθεσμος — η, ο επίρρ. α αυτός που λήγει έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα: Μακροπρόθεσμα μπορεί αυτή η ενέργεια να σου βγει σε κακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”